- νευρική εξάντληση
- Παθολογική κατάσταση με έντονο αίσθημα καταβολής, εύκολη κόπωση και ευερεθεστικότητα. Βλ. λ. εξάντληση, νευρική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάντληση, νευρική — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο αίσθημα καταβολής των δυνάμεων και ευερεθιστότητα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ενοχλήσεων είναι ότι απουσιάζουν οι οργανικές αλλοιώσεις ή είναι πολύ ελαφρές για να δικαιολογήσουν τα δυσάρεστα… … Dictionary of Greek